- προαπόπτωτος
- -ον, Α [προαποπίπτω]αυτός που έπεσε πρώιμα («τὸν κύτταρον τὸν πιτύϊνον ὅμοιον καὶ ἀνάλογον εἶναι τοῑς προαποπτώτοις ἐρινοῑς», θεόφρ.).
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
προαποπτώτοις — προαπόπτωτος having fallen off before its time masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)